- ἰουλόπεζος
- ἰουλόπεζος [ῐ], ον, (A
ἴουλος 1v
) footed like the centipede, i.e. manyfooted, many-oared, of a ship, Lyc.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴουλος 1v
) footed like the centipede, i.e. manyfooted, many-oared, of a ship, Lyc.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰουλοπέζους — ἰουλόπεζος footed like the centipede masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλόπεζα — ἰουλόπεζος footed like the centipede neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰουλόπεζοι — ἰουλόπεζος footed like the centipede masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek